καταπίστευμα, κληρονομικό

καταπίστευμα, κληρονομικό
Η υποχρέωση που επιβάλλει ο διαθέτης στον κληρονόμο να παραδώσει ολόκληρη την περιουσία που κληρονόμησε ή ένα μέρος της σε άλλο πρόσωπο. Κ.κ. συνάγεται ότι υπάρχει όταν η εγκατάσταση κληρονόμου συντελέστηκε υπό αίρεση ή προθεσμία ή ακόμη όταν o διαθέτης απαγόρευσε την εκποίηση ή τη διάθεση της κληρονομιάς με διαθήκη (άρθρο 1923 Α.Κ.). Η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο, δηλαδή το πρόσωπο προς όφελος του οποίου έχει θεσπιστεί η υποχρέωση του κληρονόμου να παραδώσει την κληρονομιά, ολόκληρη ή κατά ένα τμήμα της, γίνεται αν δεν έχει οριστεί διαφορετικά στη διαθήκη, μετά τον θάνατο του κληρονόμου. Ο καταπιστευματοδόχος δικαιούται να δεχτεί ή να αποποιηθεί το κ.κ. Σε περίπτωση αποδοχής μεταβιβάζεται αναγκαστικά σε αυτόν η κληρονομιά και δικαιούται να ζητήσει λογοδοσία από τον κληρονόμο σχετικά με τη διαχείριση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταπίστευμα — το 1. γεν. το πράγμα το οποίο, ή την εκτέλεση τού οποίου, εμπιστεύεται κάποιος σε άλλον 2. κληροδοσία, κληροδότημα, ό,τι κληροδοτείται από τον διαθέτη σε άλλον 3. ρωμ. δίκ. η κληροδοσία που συνιστά ο διαθέτης με τη διαθήκη του χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • φιδεικόμμισσον — και φειδεκόμμισον, τὸ, Α κληρονομικό καταπίστευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fideicommissum < fides, ei «πίστη» + committo «συνάπτω, συμβάλλω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”